Πρώτη

Πρώτη
I
Τίτλος βραχύβιας αθηναϊκής εφημερίδας, που εκδόθηκε το 1931 από τον I.Λ. Χαλκοκονδύλη.
II
Ακατοίκητο μικρό νησί στο Ιόνιο πέλαγος, απέναντι από την ακτή της Κυπαρισσίας. Χωρίζεται από τα πελοποννησιακά παράλια με τον ομώνυμο δίαυλο. Διοικητικά υπάγεται στον δήμο Μαραθούπολης, της πρώην επαρχίας Τριφυλίας, του νομού Μεσσηνίας. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Πρωτή και διάφορα ερείπια τειχών, τάφοι και επιγραφές, που σώζονται εκεί μέχρι σήμερα, μαρτυρούν ότι κάποτε ήταν κατοικημένη. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, ο αθηναϊκός στόλος χρησιμοποίησε το ασφαλέστατο αγκυροβόλιο που σχηματίζεται μεταξύ του νησιού και των πελοποννησιακών ακτών, ως ορμητήριο στις επιχειρήσεις του εναντίον της Ασίνης.
III
Oνομασία 2 οικισμών.
1. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.), στην πρώην επαρχία Φυλλίδας, του νομού Σερρών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (39 τ. χλμ.).
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.) του νομού Φλώρινας. Βρίσκεται B και κοντά στη Φλώρινα. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (14 τ. χλμ.).
Γενική άποψη της Πρώτης Σερρών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πρώτη — Sp Pròtė Ap Πρώτη/Proti L s. Jonijos j. ir g tė ŠR Graikijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Πρῶτη ὑπ’ Ἀμφιλύκη. — πρῶτη ὑπ’ Ἀμφιλύκη. См. Пора меж волка и собаки …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πρώτη φιλοσοφία —         (prole philosophia) (греч.) первая философия. Так Аристотель назвал метафизику; Вольф онтологию. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… …   Философская энциклопедия

  • πρώτη ύλη — Aπό τεχνικοοικονομική έννοια πρώτες ύλες είναι τα καταναλωτικά αγαθά, που καταναλώνονται από μια επιχείρηση για παραγωγικούς σκοπούς, δηλαδή εκείνα που βρίσκονται στη βάση των διαδικασιών μεταποίησης (στάρι, βαμβάκι, μεταλλεύματα) και εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • Πρωτῇ — Πρωτῆι , Πρωτεύς eyesalve masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτῇ — πρωτῆι , πρωτεύς eyesalve masc dat sg (epic ionic) πρωτός destined fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτή — πρωτός destined fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώτη — πρότερος before fem nom/voc sg (attic epic ionic) πρῶτος before fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώτῃ — πρότερος before fem dat sg (attic epic ionic) πρῶτος before fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὸ νικᾶν αὐτὸν ἑαυτὸν πασῶν νικῶν πρώτη καὶ ἀρίστη. — См. Самообладание превыше всякого владычества …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”